-
1 τεταρταιος
31) происходящий на четвертый деньἀφικνεῖσθαι τεταρταίους Plat. — прибыть на четвертый день;
τεταρταῖον γενέσθαι Her. — пролежать четыре дня;2) четвертый Anth.
См. также в других словарях:
τεταρταίος — α, ο / τεταρταῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και αιολ. και δωρ. τ. αρσ. τετόρταιος, Α 1. αυτός που γίνεται κάθε τέσσερεις μέρες («τεταρταῑον ρῑγος», πάπ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο τεταρταίος (στη νεοελλ. με ή χωρίς τη λ. πυρετός) ιατρ. μορφή ελονοσίας που… … Dictionary of Greek